μετριοφιλής: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), | |mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-<i>φιλής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A loving equity, PRyl.114.3 (iii A.D.). -φρονέω, think modestly, be moderate, Sch.Il.8.175, Hsch. s.v. μετριάζει.
Greek Monolingual
μετριοφιλής, -ές (Α)
1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές
η αγάπη του μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φιλής (< φίλος), πρβλ. θεο-φιλής].