σωματοφύλακας: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
mNo edit summary
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο [[σωματοφύλακας]] / [[σωματοφύλαξ]], -ακος, ΝΜΑ, θηλ. [[σωματοφυλάκισσα]] Μ<br />[[άτομο]] επιφορτισμένο με τη [[διαφύλαξη]] της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ<br />γ. «[[τότε]] δὲ [[σωματοφύλαξ]] ὑπάρχων [[μάλιστα]] προσεῖχε τῷ βασιλεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που προστατεύει το [[σώμα]] από κάποιο [[κακό]] («[[φυλακτήριον]] [[σωματοφύλαξ]] πρὸς [[δαίμονας]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -<i>αχος</i>].
|mltxt=ο [[σωματοφύλακας]] / [[σωματοφύλαξ]], -ακος, ΝΜΑ, θηλ. [[σωματοφυλάκισσα]] Μ<br />[[άτομο]] επιφορτισμένο με τη [[διαφύλαξη]] της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ<br />γ. «[[τότε]] δὲ [[σωματοφύλαξ]] ὑπάρχων [[μάλιστα]] προσεῖχε τῷ βασιλεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που προστατεύει το [[σώμα]] από κάποιο [[κακό]] («[[φυλακτήριον]] [[σωματοφύλαξ]] πρὸς [[δαίμονας]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -<i>αχος</i>].
}}
}}

Revision as of 18:15, 25 March 2021

Greek Monolingual

ο σωματοφύλακας / σωματοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ
άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ
γ. «τότε δὲ σωματοφύλαξ ὑπάρχων μάλιστα προσεῖχε τῷ βασιλεῑ», Πολ.)
αρχ.
ως επίθ. αυτός που προστατεύει το σώμα από κάποιο κακόφυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φύλαξ, -αχος].