κυκλώνω: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]]) [[κύκλος]]<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] απ' όλες τις πλευρές, [[περιτριγυρίζω]] («'Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] κλοιό [[γύρω]] από [[κάτι]] ή κάποιον, [[περικυκλώνω]] (α. «η [[αστυνομία]] έχει κυκλώσει το [[σπίτι]]» β. «πόλιν... κυκλώσας "Αρει φονίῴ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «Ἀργέϊοι δὲ [[πόλισμα]] Κάδμου | |mltxt=(AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]]) [[κύκλος]]<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] απ' όλες τις πλευρές, [[περιτριγυρίζω]] («'Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] κλοιό [[γύρω]] από [[κάτι]] ή κάποιον, [[περικυκλώνω]] (α. «η [[αστυνομία]] έχει κυκλώσει το [[σπίτι]]» β. «πόλιν... κυκλώσας "Αρει φονίῴ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «Ἀργέϊοι δὲ [[πόλισμα]] Κάδμου κυκλοῦνται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (παθ. και ενεργ.) <i>κυκλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i> και <i>κυκλῶ</i>, -<i>όω</i><br />[[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]] από [[κάτι]], κινούμαι ή [[χορεύω]] κυκλικά (α. «ἀκλαυτεί [[περί]] βωμὸν κυκλώσασθαι», <b>Καλλ.</b><br />β. «καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριὸν σου, Κύριε», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[περιστρέφω]] ή [[στροβιλίζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[σχηματίζω]] [[καμπύλη]] σε [[κάτι]], [[καμπυλώνω]], [[δίνω]] κυκλικό [[σχήμα]]<br /><b>4.</b> [[σκάβω]] [[κάτι]] δίνοντάς του κυκλικό [[σχήμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 26 March 2021
Greek Monolingual
(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω) κύκλος
1. περιβάλλω απ' όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω («'Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.)
2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας "Αρει φονίῴ», Ευρ.
γ. «Ἀργέϊοι δὲ πόλισμα Κάδμου κυκλοῦνται», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (παθ. και ενεργ.) κυκλοῦμαι, -όομαι και κυκλῶ, -όω
γυρίζω γύρω γύρω από κάτι, κινούμαι ή χορεύω κυκλικά (α. «ἀκλαυτεί περί βωμὸν κυκλώσασθαι», Καλλ.
β. «καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριὸν σου, Κύριε», ΠΔ)
2. περιστρέφω ή στροβιλίζω κάτι
3. σχηματίζω καμπύλη σε κάτι, καμπυλώνω, δίνω κυκλικό σχήμα
4. σκάβω κάτι δίνοντάς του κυκλικό σχήμα.