εξισώνω: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM έξισῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ίσο με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῖς τηλοικούτοις ἔργοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με κάποιον [[άλλο]] («[[ὅκως]] ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[εφάμιλλος]], έχω την [[ίδια]] [[αξία]] («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῦσθαι τοῖς προέχουσιν», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ισοπεδώνω]] («ἐξισωθέντος τοῦ [[μέχρι]] τῶν τειχῶν διαστήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στο ίδιο επίπεδο<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ίσος]], όμοιος («μητρὶ δ' [[οὐδέν]] | |mltxt=(AM έξισῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ίσο με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῖς τηλοικούτοις ἔργοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με κάποιον [[άλλο]] («[[ὅκως]] ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[εφάμιλλος]], έχω την [[ίδια]] [[αξία]] («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῦσθαι τοῖς προέχουσιν», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ισοπεδώνω]] («ἐξισωθέντος τοῦ [[μέχρι]] τῶν τειχῶν διαστήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στο ίδιο επίπεδο<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ίσος]], όμοιος («μητρὶ δ' [[οὐδέν]] ἐξισοῖ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ισώ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ίσος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM έξισῶ, -όω)
1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῖς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.)
2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.)
3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια αξία («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῦσθαι τοῖς προέχουσιν», Ισοκρ.)
αρχ.-μσν.
ισοπεδώνω («ἐξισωθέντος τοῦ μέχρι τῶν τειχῶν διαστήματος»)
αρχ.
1. φέρνω στο ίδιο επίπεδο
2. είμαι ίσος, όμοιος («μητρὶ δ' οὐδέν ἐξισοῖ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισώ (< ίσος)].