μνησικακώ: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ μνησικακῶ, -έω) [[μνησίκακος]]<br />[[εμφορούμαι]] από [[μνησικακία]], [[κρατώ]] [[κακία]] σε κάποιον για [[κακό]] που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»<br />(σε [[πολιτικά]] [[κυρίως]] θέματα) δεν [[μνησικακώ]], [[κηρύσσω]] [[αμνηστία]]<br />β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — [[περιγελώ]] κάποιον για τα γεράματά του.
|mltxt=(ΑΜ μνησικακῶ, [[μνησικακέω]]) [[μνησίκακος]]<br />[[εμφορούμαι]] από [[μνησικακία]], [[κρατώ]] [[κακία]] σε κάποιον για [[κακό]] που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»<br />(σε [[πολιτικά]] [[κυρίως]] θέματα) δεν [[μνησικακώ]], [[κηρύσσω]] [[αμνηστία]]<br />β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — [[περιγελώ]] κάποιον για τα γεράματά του.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 2 November 2023

Greek Monolingual

(ΑΜ μνησικακῶ, μνησικακέω) μνησίκακος
εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»
(σε πολιτικά κυρίως θέματα) δεν μνησικακώ, κηρύσσω αμνηστία
β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — περιγελώ κάποιον για τα γεράματά του.