μνησικακώ: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ μνησικακῶ, | |mltxt=(ΑΜ μνησικακῶ, [[μνησικακέω]]) [[μνησίκακος]]<br />[[εμφορούμαι]] από [[μνησικακία]], [[κρατώ]] [[κακία]] σε κάποιον για [[κακό]] που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»<br />(σε [[πολιτικά]] [[κυρίως]] θέματα) δεν [[μνησικακώ]], [[κηρύσσω]] [[αμνηστία]]<br />β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — [[περιγελώ]] κάποιον για τα γεράματά του. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 2 November 2023
Greek Monolingual
(ΑΜ μνησικακῶ, μνησικακέω) μνησίκακος
εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»
(σε πολιτικά κυρίως θέματα) δεν μνησικακώ, κηρύσσω αμνηστία
β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — περιγελώ κάποιον για τα γεράματά του.