πιλώ: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α [[πίλος]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]] («τὸν πιληθέντα δι' εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]] (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «σελήνην [[νέφος]] [[εἶναι]] πεπιλημένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] στερεό [[κάτι]], [[δυναμώνω]] [[κάτι]] («πιλεῖν καὶ | |mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α [[πίλος]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]] («τὸν πιληθέντα δι' εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]] (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «σελήνην [[νέφος]] [[εἶναι]] πεπιλημένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] στερεό [[κάτι]], [[δυναμώνω]] [[κάτι]] («πιλεῖν καὶ πυκνοῦν τὴν [[σάρκα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>πιλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /><b>μτφ.</b> καταπιέζομαι, θλίβομαι («πιλούμενος κακοῑς», Δίον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πιλεῖν πουλύπουν» — [[χτυπώ]], [[γουλίζω]] το [[χταπόδι]].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] πυκνό και συμπαγές [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>πιλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />συστέλλομαι. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 27 March 2021
Greek Monolingual
(I)
-έω, Α πίλος
1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι' εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.)
2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ.
β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.)
3. καθιστώ στερεό κάτι, δυναμώνω κάτι («πιλεῖν καὶ πυκνοῦν τὴν σάρκα», Γαλ.)
4. παθ. πιλοῦμαι, -έομαι
μτφ. καταπιέζομαι, θλίβομαι («πιλούμενος κακοῑς», Δίον. Αλ.)
5. φρ. «πιλεῖν πουλύπουν» — χτυπώ, γουλίζω το χταπόδι.
(II)
-όω, ΜΑ πίλος
1. καθιστώ πυκνό και συμπαγές κάτι
2. μέσ. πιλοῦμαι, -όομαι
συστέλλομαι.