τροφέας: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[τροφεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />αυτός που παρέχει [[τροφή]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γονέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θετός]] [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[τροφός]], [[παραμάννα]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου<br /><b>4.</b> αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... [[οὔτε]] τις τροφεὺς ἡμῖν ἐστίν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σωματοφύλακας]] ή [[δούλος]]<br /><b>6.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>7.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει [[κάποιος]] («[[τροφέας]] παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποβάλλει [[κάτι]] («πάσης κακίας | |mltxt=ο / [[τροφεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />αυτός που παρέχει [[τροφή]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γονέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θετός]] [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[τροφός]], [[παραμάννα]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου<br /><b>4.</b> αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... [[οὔτε]] τις τροφεὺς ἡμῖν ἐστίν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σωματοφύλακας]] ή [[δούλος]]<br /><b>6.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>7.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει [[κάποιος]] («[[τροφέας]] παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποβάλλει [[κάτι]] («πάσης κακίας πανδοκεῖ τε καὶ τροφεῖ», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έας</i> / -<i>εύς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:01, 13 October 2022
Greek Monolingual
ο / τροφεύς, -έως, ΝΜΑ
αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον
νεοελλ.
συνεκδ. γονέας
αρχ.
1. θετός πατέρας
2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα
3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου
4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... οὔτε τις τροφεὺς ἡμῖν ἐστίν», Πλάτ.)
5. σωματοφύλακας ή δούλος
6. δάσκαλος
7. (για τόπο) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει κάποιος («τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)
8. μτφ. αυτός που υποβάλλει κάτι («πάσης κακίας πανδοκεῖ τε καὶ τροφεῖ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + κατάλ. -έας / -εύς].