χαλκισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[χαλκίζω]]<br />[[είδος]] παιχνιδιού, η [[χαλκίνδα]] («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ [[σύντονος]] [[περιδίνησις]], μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ [[νόμισμα]] εἰς ὅσον [[τάχος]] πρὶν ἢ καταπέσειν<br />καὶ ὁ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν [[νικητής]]», <b>Ευστ.</b>).
|mltxt=ὁ, Α [[χαλκίζω]]<br />[[είδος]] παιχνιδιού, η [[χαλκίνδα]] («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος στροφὴ καὶ [[σύντονος]] [[περιδίνησις]], μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ [[νόμισμα]] εἰς ὅσον [[τάχος]] πρὶν ἢ καταπέσειν<br />καὶ ὁ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν [[νικητής]]», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 20:30, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκισμός Medium diacritics: χαλκισμός Low diacritics: χαλκισμός Capitals: ΧΑΛΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chalkismós Transliteration B: chalkismos Transliteration C: chalkismos Beta Code: xalkismo/s

English (LSJ)

ὁ, A game played by spinning a copper coin, which was stopped by the finger before it fell, Poll.9.118, Eust.986.41, 1409.18.

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, ein Spiel mit einer Kupfermünze, die man drehte und vor dem Niederfallen mit ausgestrecktem Finger anhielt; vgl. χαλκίνδα; Poll. 7, 206. 9, 118 u. Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκισμός: ὁ, παιδιά τις ἣν περιγράφει ὁ Πολυδεύκης ὡς ἑξῆς: «ὁ μὲν χαλκισμός, ὀρθὸν νόμισμα ἔδει συντόνως περιστρέψαντας ἐπιστρεφόμενον ἐπιστῆσαι τῷ δακτύλῳ» Πολυδ. Θ΄, 118· «ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος... σύντονος περιδίνησις, μεθ’ ἣν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα... πρὶν ἢ καταπεσεῖν· καὶ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής» Εὐστ. 986. 41., 1409. 18· πρβλ. χαλκίζω ΙΙ, χαλκίνδα.

Greek Monolingual

ὁ, Α χαλκίζω
είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν
καὶ ὁ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής», Ευστ.).