σκυμνίον: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκυμνίον:''' τό детеныш (τῆς ἄρκτου Arst.). | |elrutext='''σκυμνίον:''' τό [[детеныш]] (τῆς ἄρκτου Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 13 September 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of σκύμνος, σ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου, Arist.HA608b25, 611b32.
German (Pape)
[Seite 908] τό, dim. von σκύμνος, Arist. H. A. 9, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σκυμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκύμνος, σκ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9., 9. 6, 1· - σκυμνίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκύμνος
υποκορ. μικρός σκύμνος («αἱ δ' ἄρκτοι ὅταν φεύγωσι, τὰ σκυμνία προωθοῦσι», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
σκυμνίον: τό детеныш (τῆς ἄρκτου Arst.).