Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλογιμαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που συλλέγεται από διάφορα [[σημεία]] (α. «συλλογιμαίους [[τινάς]] ἀνθρώπων», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συλλογιμαίως]] Μ<br />με [[συλλογή]] από διάφορα μέρη («[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῑς... [[συλλογιμαίως]] ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλογή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>μαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπιστολ</i>-<i>ιμαῖος</i>, <i>ὑποβολ</i>-<i>ιμαῖος</i>)].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που συλλέγεται από διάφορα [[σημεία]] (α. «συλλογιμαίους [[τινάς]] ἀνθρώπων», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συλλογιμαίως]] Μ<br />με [[συλλογή]] από διάφορα μέρη («[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῑς... [[συλλογιμαίως]] ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλογή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>μαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπιστολ</i>-<i>ιμαῖος</i>, <i>ὑποβολ</i>-<i>ιμαῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που συλλέγεται από διάφορα [[σημεία]] (α. «συλλογιμαίους [[τινάς]] ἀνθρώπων», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συλλογιμαίως]] Μ<br />με [[συλλογή]] από διάφορα μέρη («[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῑς... [[συλλογιμαίως]] ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλογή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>μαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπιστολ</i>-<i>ιμαῖος</i>, <i>ὑποβολ</i>-<i>ιμαῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:41, 28 March 2021

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].