οικουρός: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), | |mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. [[κηπουρός]], [[οδουρός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 9 May 2023
Greek Monolingual
οικουρός, -όν (Α)
1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι
2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.)
3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκουρός
α) η οικοδέσποινα, η νοικοκυρά
β) αξιέπαινη σύζυγος
5. φρ. «οἰκουρὸς ὄφις» — το ιερό φίδι που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουρός (< -Fορός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπουρός, οδουρός].