χαλάζιος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalazios | |Transliteration C=chalazios | ||
|Beta Code=xala/zios | |Beta Code=xala/zios | ||
|Definition= | |Definition=χαλάζιον,<br><span class="bld">A</span> [[full of knots]] or [[clots]], σπέρμα Steph. ''in Hp.''2.479D.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of [[Zeus]], [[god of hail]], at Cyzicus, ''JHS''24.21; of [[Apollo]] at [[Thebes]], Procl. ap. Phot.''Bibl.''p.321 B.<br><span class="bld">III</span> Subst., name of a precious stone, [[resembling a hailstone]], Orph.''L.''758, cf. [[χαλαζίας]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλάζιον,
A full of knots or clots, σπέρμα Steph. in Hp.2.479D.
II epithet of Zeus, god of hail, at Cyzicus, JHS24.21; of Apollo at Thebes, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.
III Subst., name of a precious stone, resembling a hailstone, Orph.L.758, cf. χαλαζίας.
Greek (Liddell-Scott)
χαλάζιος: -ον, πλήρης κόμβων, «ῥόζων» ἢ θρόμβων, Σχόλ. εἰς Ἱππ. 2. σ. 479 Dietz.· πρβλ. χαλαζώδης Ι. 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα πολυτίμου λίθου ὁμοίου πρὸς χάλαζαν, Ὀρφ. Λιθ. 752· χαλαζίας, ου, παρὰ Πλιν. 37. 73· χαλαζίτης λίθος ἐν Γεωπον. 1. 14, 1.
Greek Monolingual
-ον, Α χάλαζα
1. γεμάτος όζους, γεμάτος ογκίδια
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλάζιος
ο λίθος χαλαζίας
3. ως κύριο όν. Χαλάζιος
προσωνυμία του Διός, ως θεού του χαλαζιού.