ἀλλοτριοφάγος: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀλλοτριοφάγος:''' чужеядный, питающийся на чужой счет Soph. | |elrutext='''ἀλλοτριοφάγος:''' [[чужеядный]], [[питающийся на чужой счет]] Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A eating another's bread, S.Fr.329, Eust.1404.13.
German (Pape)
[Seite 106] fremdes Brod essend, Soph. frg. 309 bei Ath. IV, 164 a.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador de la hacienda ajena, que vive del prójimo, parásito κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοι S.Fr.329, πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι para no ser llamados parásitos Sud.s.u. βρουμάλια.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς
νεοελλ.
1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν του ανήκουν
2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + φάγος < ἔφαγον < ἐσθίω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλλοτριοφαγῶ μσν.-νεοελλ. αλλοτριοφαγία].
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτριοφάγος: чужеядный, питающийся на чужой счет Soph.