ἀμέρεια: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμέρεια''': ἡ, τὸ ἀδιαίρετον, Διον. Ἀρεοπ. | |lstext='''ἀμέρεια''': ἡ, τὸ [[ἀδιαίρετον]], Διον. Ἀρεοπ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμερία Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.589D, 868B<br />[[indivisibilidad]], [[carencia de partes]] τοῦ νοῦ Hero <i>Def</i>.136.25, τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.60, τοῦ αἰῶνος Simp.<i>in Cat</i>.357.12, cf. Porph.<i>Sent</i>.34, Procl.<i>Inst</i>.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.<i>in Metaph</i>.120.6, Simp.<i>in Cat</i>.364.20. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀμερία]] Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.589D, 868B<br />[[indivisibilidad]], [[carencia de partes]] τοῦ νοῦ Hero <i>Def</i>.136.25, τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.60, τοῦ αἰῶνος Simp.<i>in Cat</i>.357.12, cf. Porph.<i>Sent</i>.34, Procl.<i>Inst</i>.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.<i>in Metaph</i>.120.6, Simp.<i>in Cat</i>.364.20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμέρεια]], η (Α) [[αμερής]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμερές, η [[ιδιότητα]] του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο. | |mltxt=[[ἀμέρεια]], η (Α) [[αμερής]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμερές, η [[ιδιότητα]] του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:42, 22 December 2021
English (LSJ)
ἡ, A being without parts, Porph.Sent.34, Procl.Inst.86,al., Dam.Pr.60; τοῦ νοῦ Hero *Deff.136.25.
German (Pape)
[Seite 122] ἡ, Untheilbarkeit, Dion. Areop. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέρεια: ἡ, τὸ ἀδιαίρετον, Διον. Ἀρεοπ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμερία Dion.Ar.DN M.3.589D, 868B
indivisibilidad, carencia de partes τοῦ νοῦ Hero Def.136.25, τοῦ ἑνός Dam.Pr.60, τοῦ αἰῶνος Simp.in Cat.357.12, cf. Porph.Sent.34, Procl.Inst.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.in Metaph.120.6, Simp.in Cat.364.20.
Greek Monolingual
ἀμέρεια, η (Α) αμερής
το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο.