ερυθρόδανο: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και ἐρυθρόδανος, ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ερυθρόδανο]], το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και [[ἐρυθρόδανος]], ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:34, 4 April 2024
Greek Monolingual
ερυθρόδανο, το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].