εριφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριφλεγής]], -ές (AM)<br />αυτός που φλέγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ζα</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>)].
|mltxt=[[ἐριφλεγής]], -ές (AM)<br />αυτός που φλέγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ζαφλεγής]], [[πυριφλεγής]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐριφλεγής, -ές (AM)
αυτός που φλέγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι- + -φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζαφλεγής, πυριφλεγής)].