ετερόκλητος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια [[μεταξύ]] τους [[κατά]] την κοινωνική [[τάξη]], την [[εμφάνιση]] κ.λπ. («ετερόκλητο [[πλήθος]]»)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ανομοιογενής]] («ετερόκλητη [[επίπλωση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόκλητον</i><br />η [[προσωνυμία]], η πρόσθετη [[ονομασία]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), [[πρβλ]]. <i>μετα</i>-[[κλητός]].
|mltxt=-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια [[μεταξύ]] τους [[κατά]] την κοινωνική [[τάξη]], την [[εμφάνιση]] κ.λπ. («ετερόκλητο [[πλήθος]]»)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ανομοιογενής]] («ετερόκλητη [[επίπλωση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόκλητον</i><br />η [[προσωνυμία]], η πρόσθετη [[ονομασία]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), [[μετακλητός]].
}}
}}

Revision as of 09:31, 25 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)
νεοελλ.
1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος»)
2. (για πράγματα) ανομοιογενής («ετερόκλητη επίπλωση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόκλητον
η προσωνυμία, η πρόσθετη ονομασία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλητός (< καλώ), μετακλητός.