επίπλωση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. εφοδιασμός ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου κ.λπ.) με έπιπλα
2. το σύνολο τών επίπλων ενός οικήματος και ο τρόπος τοποθετήσεώς τους
(«πλούσια, καλλιτεχνική επίπλωση» κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. ameublement). Η λ. στον λόγιο τ. επίπλωσις μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ. Κουμανούδη].