ετερόκλητος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)
νεοελλ.
1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος»)
2. (για πράγματα) ανομοιογενής («ετερόκλητη επίπλωση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόκλητον
η προσωνυμία, η πρόσθετη ονομασία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλητός (< καλώ), πρβλ. μετακλητός.