ημίοπλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].
|mltxt=[[ἡμίοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), [[πρβλ]]. [[άοπλος]], [[ένοπλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμίοπλος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπλος (< όπλον), πρβλ. άοπλος, ένοπλος].