ημιζύγιος: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιζύγιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ισορροπεί, που [[είναι]] [[μισός]] από το ένα [[μέρος]] και [[μισός]] από το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ζύγιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]]), [[πρβλ]]. <i>βου</i>-[[ζύγιος]], <i>υπο</i>-[[ζύγιος]].
|mltxt=[[ἡμιζύγιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ισορροπεί, που [[είναι]] [[μισός]] από το ένα [[μέρος]] και [[μισός]] από το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ζύγιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]]), [[πρβλ]]. [[βουζύγιος]], [[υποζύγιος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιζύγιος, -ον (Α)
αυτός που ισορροπεί, που είναι μισός από το ένα μέρος και μισός από το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζύγιος (< ζυγόν), πρβλ. βουζύγιος, υποζύγιος.