ισάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσάργυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άργυρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄργυρος]]), [[πρβλ]]. <i>παν</i>-[[άργυρος]], <i>χρυσ</i>-[[άργυρος]]].
|mltxt=[[ἰσάργυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άργυρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄργυρος]]), [[πρβλ]]. [[πανάργυρος]], [[χρυσάργυρος]]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἰσάργυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. πανάργυρος, χρυσάργυρος].