ισόπλευρος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπλευρος]], -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο [[τρίγωνο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />1) (για αριθμό) [[τετράγωνος]]<br />2) <b>(ρητ.)</b> (για περιόδους) με ίσο [[μήκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπλεύρως</i> (Α)<br />με ισόπλευρο τρόπο, με [[τετράγωνο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπλευρος]], -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο [[τρίγωνο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />1) (για αριθμό) [[τετράγωνος]]<br />2) <b>(ρητ.)</b> (για περιόδους) με ίσο [[μήκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπλεύρως</i> (Α)<br />με ισόπλευρο τρόπο, με [[τετράγωνο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. [[αρτιόπλευρος]], [[χρυσόπλευρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιόπλευρος, χρυσόπλευρος].