κακόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκόμορφος:''' безобразный, некрасивый Anth.
|elrutext='''κᾰκόμορφος:''' [[безобразный]], [[некрасивый]] Anth.
}}
}}

Revision as of 11:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμορφος Medium diacritics: κακόμορφος Low diacritics: κακόμορφος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kakómorphos Transliteration B: kakomorphos Transliteration C: kakomorfos Beta Code: kako/morfos

English (LSJ)

ον, A misshapen, Sor. 1.39, 47, AP5.88 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1301] mißgestaltet, häßlich, ἡ, Marc. Arg. 7 (V, 89).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορφος: -ον, ἀσχημόμορφος, Ἀνθ. Π. 5. 89· κακόμορφε Επιγρ. Kaib. 1140, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόμορφος, -ον)
αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος.
επίρρ...
κακομόρφως (Α)
με κακόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό-μορφος, ποικιλόμορφος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμορφος: безобразный, некрасивый Anth.