καλαθωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλαθωτός]], -ή, -όν (Α)<br />διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>ακανθ</i>-[[ωτός]], <i>δακτυλ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=[[καλαθωτός]], -ή, -όν (Α)<br />διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[ακανθωτός]], [[δακτυλωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 24 August 2021

Greek Monolingual

καλαθωτός, -ή, -όν (Α)
διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ακανθωτός, δακτυλωτός)].