κεραμόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κεραμιδιού, [[κεραμιδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέραμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>, <i>μελάγ</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κεραμιδιού, [[κεραμιδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέραμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[κυανόχρους]], [[μελάγχρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:27, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του κεραμιδιού, κεραμιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανόχρους, μελάγχρους].