κραγόν: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραγόν]] (AM, Α και κράγον)<br /><b>επίρρ.</b> με [[κραυγή]], με [[ξεφωνητό]] («διαθαλεῑ | |mltxt=[[κραγόν]] (AM, Α και κράγον)<br /><b>επίρρ.</b> με [[κραυγή]], με [[ξεφωνητό]] («διαθαλεῑ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. του [[κραγός]], που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο [[αντικείμενο]] ([[πρβλ]]. <i>βάδον</i>, <i>βαδίζει</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:33, 9 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.
Greek Monolingual
κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].
Greek Monotonic
κρᾰγόν: ουδ. μτχ. αορ. βʹ του κράζω.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰγόν: adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).