κρηπιδαῖον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κρηπιδαῖον και <b>επιγρ.</b> κρηπίδειον, τὸ (Α)<br />η [[κρηπίδα]], τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]], -<i>ῖδος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖον</i> ([[πρβλ]]. <i>καλαμ</i>-<i>αίον</i>, <i>λιμν</i>-<i>αίον</i>)].
|mltxt=κρηπιδαῖον και <b>επιγρ.</b> κρηπίδειον, τὸ (Α)<br />η [[κρηπίδα]], τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]], -<i>ῖδος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖον</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμαίον]], [[λιμναίον]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρηπῑδαῖον:''' τό основание дома Lys.
|elrutext='''κρηπῑδαῖον:''' τό основание дома Lys.
}}
}}

Revision as of 18:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηπῑδαῖον Medium diacritics: κρηπιδαῖον Low diacritics: κρηπιδαίον Capitals: ΚΡΗΠΙΔΑΙΟΝ
Transliteration A: krēpidaîon Transliteration B: krēpidaion Transliteration C: kripidaion Beta Code: krhpidai=on

English (LSJ)

τό, A basement of a house, Lys.Fr.185 S.:—also κρηπῑδ-ειον, IG14.915 (Ostia).

Greek (Liddell-Scott)

κρηπῑδαῖον: τό, ἡ κρηπίς, τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.

Greek Monolingual

κρηπιδαῖον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α)
η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + κατάλ. -αῖον (πρβλ. καλαμαίον, λιμναίον)].

Russian (Dvoretsky)

κρηπῑδαῖον: τό основание дома Lys.