κυνοβλώψ: Difference between revisions
From LSJ
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνοβλώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με κυνική [[αναίδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυνοβλώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με κυνική [[αναίδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[πρβλ]]. [[παραβλώψ]], [[υποβλώψ]]. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]]», [[πρβλ]]. <i>γλαυκ</i>-<i>ώψ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, A with a dog's look, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ βλέμμα κυνός, «κυνοβλῶπες· κύνειον ὁρῶντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παραβλώψ, υποβλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκ-ώψ].