κοψίδι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]], [[συνήθως]] άχρηστο, που έχει αποκοπεί, [[απόκομμα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κομμάτι]] κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόψη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίδι</i> ([[πρβλ]]. <i>βαλαν</i>-<i>ίδι</i>, <i>λεπ</i>-<i>ίδι</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]], [[συνήθως]] άχρηστο, που έχει αποκοπεί, [[απόκομμα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κομμάτι]] κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόψη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίδι</i> ([[πρβλ]]. [[βαλανίδι]], [[λεπίδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα
2. μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. βαλανίδι, λεπίδι)].