λεπίδι

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι)
νεοελλ.
1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα
2. μαχαίρι
3. (στον β' τύπο) το λεπίδιο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή
4. φρ. «έπεσε λεπίδι»
α) έγινε μεγάλη και ομαδική σφαγή
β) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές
αρχ.
1. μικρή πλάκα που χρησίμευε για έμφραξη σωλήνα, πώμα
2. είδος φυτού της Συρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίδ-ιον < λεπίς, -ίδος + -ιον].