λεξίθηρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ([[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>θηρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>θηρος</i>)].
|mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ([[πρβλ]]. [[πολύθηρος]], [[φιλόθηρος]])].
}}
}}

Revision as of 18:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

λεξίθηρος, -ον (Α)
αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -θηρος (πρβλ. πολύθηρος, φιλόθηρος)].