λεξίθηρος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

λεξίθηρος, -ον (Α)
αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -θηρος (πρβλ. πολύθηρος, φιλόθηρος)].

German (Pape)

ὁ, ein Wortjäger, s. λεξιθήρας.