ληξίφωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληξίφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο [[αμυδρός]] στον φωτισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], [[πρβλ]]. [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ληξίφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο [[αμυδρός]] στον φωτισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], [[πρβλ]]. [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), [[πρβλ]]. [[αυξίφωτος]], [[πλησίφωτος]]. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A waning, Heph.Astr.2.34; ληξῐ-φωτέω, wane, Anubion ap.eund. 2.5.
Greek Monolingual
ληξίφωτος, -ον (Α)
αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο αμυδρός στον φωτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυξίφωτος, πλησίφωτος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.