ληξίφωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληξίφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο [[αμυδρός]] στον φωτισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], [[πρβλ]]. [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), [[πρβλ]]. <i>αυξί</i>-<i>φωτος</i>, <i>πλησί</i>-<i>φωτος</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[ληξίφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο [[αμυδρός]] στον φωτισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], [[πρβλ]]. [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), [[πρβλ]]. [[αυξίφωτος]], [[πλησίφωτος]]. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληξῐφωτος Medium diacritics: ληξίφωτος Low diacritics: ληξίφωτος Capitals: ΛΗΞΙΦΩΤΟΣ
Transliteration A: lēxíphōtos Transliteration B: lēxiphōtos Transliteration C: liksifotos Beta Code: lhci/fwtos

English (LSJ)

ον, A waning, Heph.Astr.2.34; ληξῐ-φωτέω, wane, Anubion ap.eund. 2.5.

Greek Monolingual

ληξίφωτος, -ον (Α)
αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο αμυδρός στον φωτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυξίφωτος, πλησίφωτος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.