ληξίφωτος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληξῐφωτος Medium diacritics: ληξίφωτος Low diacritics: ληξίφωτος Capitals: ΛΗΞΙΦΩΤΟΣ
Transliteration A: lēxíphōtos Transliteration B: lēxiphōtos Transliteration C: liksifotos Beta Code: lhci/fwtos

English (LSJ)

ληξίφωτον, waning, Heph.Astr.2.34; ληξῐ-φωτέω, wane, Anubion ap.eund. 2.5.

Greek Monolingual

ληξίφωτος, -ον (Α)
αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο αμυδρός στον φωτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυξίφωτος, πλησίφωτος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.