λυσήνωρ: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυσ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λυσ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>λύω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λυσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυσ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λυσ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>λύω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. [[αγαπήνωρ]], [[αλεξήνωρ]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, A relaxing men, οἶνος Tryph.449.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐλκύων τοὺς ἄνδρας, Τρυφιόδ. 449.
Greek Monolingual
λυσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ- (πρβλ. ἔ-λυσ-α, αόρ. του λύω) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπήνωρ, αλεξήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].