μαντείος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) [[μαντικός]], [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μαντεῑος [[ἄναξ]]» — ο Απόλλων<br />β) «[[μαντεία]] [[σποδός]]» — η [[τέφρα]] που υπήρχε [[πάνω]] στον βωμό (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάντις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>οικ</i>-<i>είος</i>, <i>χαλκ</i>-<i>είος</i>)].
|mltxt=μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) [[μαντικός]], [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μαντεῑος [[ἄναξ]]» — ο Απόλλων<br />β) «[[μαντεία]] [[σποδός]]» — η [[τέφρα]] που υπήρχε [[πάνω]] στον βωμό (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάντις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> ([[πρβλ]]. [[οικείος]], [[χαλκείος]])].
}}
}}

Revision as of 18:57, 23 August 2021

Greek Monolingual

μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)
1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός
2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη
3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» — ο Απόλλων
β) «μαντεία σποδός» — η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + κατάλ. -εῖος (πρβλ. οικείος, χαλκείος)].