χωρατατζής: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. χωρατατζού, Ν<br />[[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] ή που συνηθίζει να λέει [[χωρατά]], να κάνει αστεϊσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρατά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. <i>καφε</i>-<i>τζής</i>, <i>πλακα</i>-<i>τζής</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. χωρατατζού, Ν<br />[[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] ή που συνηθίζει να λέει [[χωρατά]], να κάνει αστεϊσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρατά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. [[καφετζής]], [[πλακατζής]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:01, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. χωρατατζού, Ν
άτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφετζής, πλακατζής)].