ωμοκρατής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο [[ωμός]] και [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση [[δύναμη]] («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς [[μέγας]] ὠμοκρατὴς [[Αἴας]] θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] ή [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>κρατής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο [[ωμός]] και [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση [[δύναμη]] («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς [[μέγας]] ὠμοκρατὴς [[Αἴας]] θαλερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] ή [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>κρατής</i>].
}}
}}

Revision as of 10:00, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο ωμός και ισχυρός
2. (ως προσωνυμία του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός + -κρατής (< κράτος «δύναμη»), πρβλ. πολυ-κρατής].