κοινοπραγώ: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπράττω]] («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῖν τοῖς Αίτωλοῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] («κοινοπραγεῖν αδικημάτων», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράσσω]], [[πρβλ]]. παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πράγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[βιαιοπραγώ]], [[καλοπραγώ]]].
|mltxt=και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπράττω]] («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῖν τοῖς Αίτωλοῖς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] («κοινοπραγεῖν αδικημάτων», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράσσω]], [[πρβλ]]. παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πράγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[βιαιοπραγώ]], [[καλοπραγώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)
κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῖν τοῖς Αίτωλοῖς», Πολ.)
αρχ.
συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῖν αδικημάτων», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' -πράγ-ην), πρβλ. βιαιοπραγώ, καλοπραγώ].