ιοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκαμος]]), [[απαλοπλόκαμος]].
|mltxt=[[ἰοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκαμος]]), [[πρβλ]]. [[απαλοπλόκαμος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2021

Greek Monolingual

ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλοπλόκαμος.