καρχήσιος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karchisios | |Transliteration C=karchisios | ||
|Beta Code=karxh/sios | |Beta Code=karxh/sios | ||
|Definition=ὁ, in plural, < | |Definition=ὁ, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[halyards of a ship]], Gal.19.109.<br><span class="bld">2</span> [[cords]] used in surgical operations, Id.18(1).351, 522. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, in plural,
A halyards of a ship, Gal.19.109.
2 cords used in surgical operations, Id.18(1).351, 522.
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, ein Tau zum Aufziehen der Segel, Galen. erkl. καρχήσιοι οἱ ἐπὶ τοῦ καρχησίου τεταμένοι κάλοι; danach eine Art Bandagen der Aerzte.
Greek (Liddell-Scott)
καρχήσιος: ὁ, ἐν τῷ πληθ., «καρχήσιον, τῷ ἐπ’ ἄκρῳ τῷ ἱστίῳ τῷ ἔχοντι τροχηλίαν. καὶ καρχήσιοι ἐπ’ αὐτοῦ κάλοι οἱ τεταμένοι» Γαλην. Λεξικ. Ἱππ. σ. 492. 2) χειρουργικοὶ ἐπίδεσμοι, ὁ αὐτ. τ. 12, σελ. 304, 377.
Greek Monolingual
καρχήσιος, ὁ (Α) καρχήσιον
1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων
2. είδος χειρουργικού επιδέσμου.