σφενδονίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfendonizo
|Transliteration C=sfendonizo
|Beta Code=sfendoni/zw
|Beta Code=sfendoni/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σφενδονάω]], [[βολίδας]] <span class="bibl">Ps.-Callisth. 2.16</span>.</span>
|Definition== [[σφενδονάω]], [[βολίδας]] <span class="bibl">Ps.-Callisth. 2.16</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, [[σφεντονίζω]] Ν [[σφενδόνη]]<br />[[ρίχνω]] λίθους με [[σφεντόνα]], [[χτυπώ]] με [[σφεντόνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ρίχνω]] με [[ορμή]] [[κάτι]] [[μακριά]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> [[σφενδονίζομαι]]<br />στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).
|mltxt=ΝΜΑ, [[σφεντονίζω]] Ν [[σφενδόνη]]<br />[[ρίχνω]] λίθους με [[σφεντόνα]], [[χτυπώ]] με [[σφεντόνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ρίχνω]] με [[ορμή]] [[κάτι]] [[μακριά]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> [[σφενδονίζομαι]]<br />στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).
}}
}}

Revision as of 19:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονίζω Medium diacritics: σφενδονίζω Low diacritics: σφενδονίζω Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΙΖΩ
Transliteration A: sphendonízō Transliteration B: sphendonizō Transliteration C: sfendonizo Beta Code: sfendoni/zw

English (LSJ)

= σφενδονάω, βολίδας Ps.-Callisth. 2.16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν σφενδόνη
ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα
νεοελλ.
ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω
μσν.
παθ. σφενδονίζομαι
στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).