ἀναπαιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 22: | Line 22: | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναπαιστικός]], -ή, -όν) [[ἀνάπαιστος]]<br />(για [[μέτρα]] ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναπαιστικός]], -ή, -όν) [[ἀνάπαιστος]]<br />(για [[μέτρα]] ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους. | ||
}} | }} | ||
= | {{trml | ||
French: anapestique; German: [[anapästisch]]; Greek: [[αναπαιστικός]]; Italian: anapestico; Latin: [[anapaestus]], [[anapaesticus]]; Polish: anapestyczny; Portuguese: anapéstico; Spanish: anapéstico | |trtx=French: anapestique; German: [[anapästisch]]; Greek: [[αναπαιστικός]]; Italian: anapestico; Latin: [[anapaestus]], [[anapaesticus]]; Polish: anapestyczny; Portuguese: anapéstico; Spanish: anapéstico | ||
}} |
Revision as of 15:22, 10 September 2022
English (LSJ)
ή, όν, anapaestic, anapestic, D.H.Comp.25, Heph.8, Demetr. Eloc.189, etc.
German (Pape)
[Seite 200] ή, όν, anapästisch, D. H. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀνάπαιστον, Διον., Ἁλ. περὶ Συνθ. 35.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
anapéstico τετράμετρον D.H.Comp.127.1, μέτρον Heph.8, σύνθεσις Demetr.Eloc.189, metra Ter.Maur.369, cf. Seru.4.461.27, Diom.1.504.30.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναπαιστικός, -ή, -όν) ἀνάπαιστος
(για μέτρα ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους.
Translations
French: anapestique; German: anapästisch; Greek: αναπαιστικός; Italian: anapestico; Latin: anapaestus, anapaesticus; Polish: anapestyczny; Portuguese: anapéstico; Spanish: anapéstico