γενητικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[generador]] subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.<i>Top</i>.124<sup>a</sup>24 (var.), Plu.2.1013b.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[generador]] subst. τὰ γενητικά op. [[τὰ φθαρτικά]] Arist.<i>Top</i>.124<sup>a</sup>24 (var.), Plu.2.1013b.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενητικός Medium diacritics: γενητικός Low diacritics: γενητικός Capitals: ΓΕΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: genētikós Transliteration B: genētikos Transliteration C: genitikos Beta Code: genhtiko/s

English (LSJ)

A v.l. for γενν-, Arist.Top.124a24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
generador subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.Top.124a24 (var.), Plu.2.1013b.

Greek Monolingual

γενητικός, -ή, -όν (Α)
ο γεννητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή του γεννητικός. Για το ένα ή τα δύο -ν- της λ. βλ. λ. γεννώ].

Russian (Dvoretsky)

γενητικός: v.l. = γεννητικός.