προσκήνιο: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[προσκήνιον]], ΝΑ, και δωρ. τ. [[προσκάνιον]] Α<br />(στο αρχ. [[θέατρο]]) το πρόσθιο [[μέρος]] του θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῖον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πρόσθιο [[τμήμα]] της σκηνής θεάτρου ή το [[μέρος]] που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στην [[αυλαία]] και την [[ορχήστρα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επικαιρότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βρίσκεται στο [[προσκήνιο]]»<br />(για πρόσ. και πράγμ.) βρίσκεται στην [[επικαιρότητα]], [[είναι]] στην ημερήσια [[διάταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραπέτασμα]] [[μπροστά]] από τη [[σκηνή]] το οποίο έφερε διάφορες παραστάσεις, η σημερινή [[αυλαία]]<br /><b>2.</b> η [[είσοδος]] σκηνής ως ενδιαιτήματος («καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ [[προσκήνιον]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ προσκήνια</i><br />[[προπύλαια]] οικίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-<i>σκήνιον</i>)].
|mltxt=το / [[προσκήνιον]], ΝΑ, και δωρ. τ. [[προσκάνιον]] Α<br />(στο αρχ. [[θέατρο]]) το πρόσθιο [[μέρος]] του θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῖον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πρόσθιο [[τμήμα]] της σκηνής θεάτρου ή το [[μέρος]] που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στην [[αυλαία]] και την [[ορχήστρα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επικαιρότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βρίσκεται στο [[προσκήνιο]]»<br />(για πρόσ. και πράγμ.) βρίσκεται στην [[επικαιρότητα]], [[είναι]] στην ημερήσια [[διάταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραπέτασμα]] [[μπροστά]] από τη [[σκηνή]] το οποίο έφερε διάφορες παραστάσεις, η σημερινή [[αυλαία]]<br /><b>2.</b> η [[είσοδος]] σκηνής ως ενδιαιτήματος («καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ [[προσκήνιον]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ προσκήνια</i><br />[[προπύλαια]] οικίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[παρασκήνιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:04, 11 May 2023

Greek Monolingual

το / προσκήνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. προσκάνιον Α
(στο αρχ. θέατρο) το πρόσθιο μέρος του θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῖον
νεοελλ.
1. το πρόσθιο τμήμα της σκηνής θεάτρου ή το μέρος που βρίσκεται ανάμεσα στην αυλαία και την ορχήστρα
3. μτφ. επικαιρότητα
4. φρ. «βρίσκεται στο προσκήνιο»
(για πρόσ. και πράγμ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα, είναι στην ημερήσια διάταξη
αρχ.
1. παραπέτασμα μπροστά από τη σκηνή το οποίο έφερε διάφορες παραστάσεις, η σημερινή αυλαία
2. η είσοδος σκηνής ως ενδιαιτήματος («καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ προσκήνιον», ΠΔ)
3. στον πληθ. τὰ προσκήνια
προπύλαια οικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σκηνή + κατάλ. -ιον (πρβλ. παρασκήνιον)].