κριοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρῑοφόρος:''' несущий таран, снабженный тараном (χελῶναι Diod.).
|elrutext='''κρῑοφόρος:''' [[несущий таран]], [[снабженный тараном]] (χελῶναι Diod.).
}}
}}

Revision as of 11:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑοφόρος Medium diacritics: κριοφόρος Low diacritics: κριοφόρος Capitals: ΚΡΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kriophóros Transliteration B: kriophoros Transliteration C: krioforos Beta Code: kriofo/ros

English (LSJ)

ον, A carrying battering rams, χελῶναι Ph.Bel.99.44, Ath.Mech.8.14, Apollod.Poliorc.138.18, D.S.20.48, 91; μηχαναί App.Pun.98, Anon. ap. Suid. s.v. προσηρεικότος. II bearing a ram, epithet of Hermes, Paus.9.22.1.

German (Pape)

[Seite 1510] Widder tragend; μηχαναί, mit Mauerbrechern, D. Sic. 20, 48. 91 u. A. – Auch Beiname des Hermes, Paus. 2, 3, 4. 9, 22, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑοφόρος: -ον, ὁ φέρων πολιορκητικὸν κριόν, χελῶναι Διόδ. 20. 48 καὶ 91, πρβλ. Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. προσηρεικότος. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Ἑρμοῦ, Παυσ. 9. 22, 1, πρβλ. 2. 3, 4.

Greek Monolingual

-ο (Α κριοφόρος, -ον)
τύπος αγάλματος που παριστάνει ανδρική συνήθως μορφή η οποία κρατάει κριό
αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πολιορκητικούς κριούς («κριοφόροι χελώναι», Φίλ.Μηχ.)
2. προσωνυμία του Ερμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -φόρος (< φέρω)].

Russian (Dvoretsky)

κρῑοφόρος: несущий таран, снабженный тараном (χελῶναι Diod.).