θυοσκοπία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyoskopia
|Transliteration C=thyoskopia
|Beta Code=quoskopi/a
|Beta Code=quoskopi/a
|Definition=ἡ,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[haruspicina]], used as etym. of [[Θοῦσκος]], Lyd.<span class="title">Mag.Prooem.</span></span>
|Definition=ἡ,= [[haruspicina]], used as etym. of [[Θοῦσκος]], Lyd.<span class="title">Mag.Prooem.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυοσκοπία]], ἡ (Α) [[θυοσκόπος]]<br />(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του <i>Θοῦσκος</i>, στον Ιω. Λυδό)<br />η μαντευτική που γίνεται με την [[παρατήρηση]] και [[μελέτη]] τών εντοσθίων τών θυμάτων, η [[ιεροσκοπία]].
|mltxt=[[θυοσκοπία]], ἡ (Α) [[θυοσκόπος]]<br />(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του <i>Θοῦσκος</i>, στον Ιω. Λυδό)<br />η μαντευτική που γίνεται με την [[παρατήρηση]] και [[μελέτη]] τών εντοσθίων τών θυμάτων, η [[ιεροσκοπία]].
}}
}}

Revision as of 00:15, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυοσκοπία Medium diacritics: θυοσκοπία Low diacritics: θυοσκοπία Capitals: ΘΥΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: thyoskopía Transliteration B: thyoskopia Transliteration C: thyoskopia Beta Code: quoskopi/a

English (LSJ)

ἡ,= haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.

Greek Monolingual

θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῦσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.