maritime: Difference between revisions
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 3: | Line 3: | ||
===adjective=== | ===adjective=== | ||
[[on the sea]]: [[prose|P.]] [[παραθαλάσσιος]], [[παραθαλάττιος]], [[παραθαλασσίδιος]], [[ | [[on the sea]]: [[prose|P.]] [[παραθαλάσσιος]], [[παραθαλάττιος]], [[παραθαλασσίδιος]], [[παραθαλαττίδιος]], [[ἐπιθαλάσσιος]], [[ἐπιθαλάττιος]], [[ἐπιθαλασσίδιος]], [[ἐπιθαλαττίδιος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[πάραλος]], [[παράλιος]], [[ἀκταῖος]] ([[Thucydides|Thuc.]]), [[verse|V.]] [[ἐπάκτιος]], [[παράκτιος]]. | ||
[[maritime empire]]: [[prose|P.]] [[τὸ τῆς θαλάσσης κράτος]]. | [[maritime empire]]: [[prose|P.]] [[τὸ τῆς θαλάσσης κράτος]]. |
Latest revision as of 18:34, 21 June 2022
English > Greek (Woodhouse)
adjective
on the sea: P. παραθαλάσσιος, παραθαλάττιος, παραθαλασσίδιος, παραθαλαττίδιος, ἐπιθαλάσσιος, ἐπιθαλάττιος, ἐπιθαλασσίδιος, ἐπιθαλαττίδιος, P. and V. πάραλος, παράλιος, ἀκταῖος (Thuc.), V. ἐπάκτιος, παράκτιος.
maritime empire: P. τὸ τῆς θαλάσσης κράτος.
an agricultural, not a maritime people: P. ἄνδρες γεωργοὶ καὶ οὐ θαλάσσιοι (Thuc., 1, 142).