maritime
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
on the sea: P. παραθαλάσσιος, παραθαλάττιος, παραθαλασσίδιος, παραθαλαττίδιος, ἐπιθαλάσσιος, ἐπιθαλάττιος, ἐπιθαλασσίδιος, ἐπιθαλαττίδιος, P. and V. πάραλος, παράλιος, ἀκταῖος (Thuc.), V. ἐπάκτιος, παράκτιος.
maritime empire: P. τὸ τῆς θαλάσσης κράτος.
an agricultural, not a maritime people: P. ἄνδρες γεωργοὶ καὶ οὐ θαλάσσιοι (Thuc., 1, 142).